βαρβάτος

βαρβάτος
[варватос] εκ. порывистый, стремительный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βαρβάτος" в других словарях:

  • βαρβάτος — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από τη Θράκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’. Πήρε μέρος στην εκστρατεία στην Καρχηδόνα εναντίον των Βανδάλων, ως αρχηγός ισχυρού σώματος ιππικού. Στη μάχη του Τρικάμαρου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • βαρβάτος — η, ο (λ. λατ.) 1. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για συνουσία, ο ικανός επιβήτορας: Είχε στο κοπάδι του τον πιο βαρβάτο τράγο. 2. αυτός που έχει μεγάλες ικανότητες, ο άξιος, ο σπουδαίος: Είναι βαρβάτος επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρβατεύω — [βαρβάτος] 1. αρχίζω να αισθάνομαι τη γενετήσια ορμή 2. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 3. δυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • βαρβατιάζω — [βαρβάτος] 1. βαρβατεύω 2. αυξάνομαι …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • варъваръватъ — (1*) пр. Бородатый: Моужь же варъваръватъ. [так!] рекъше сверьшенъ. (βαρβάτος) ПНЧ XIV, 41б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αβγάτος — η, ο (ΜΝ) [αβγό] ο γεμάτος αβγά, συνήθως για ψάρια νεοελλ. 1. αυτός που έχει ακμαίες σωματικές δυνάμεις, εύρωστος, βαρβάτος 2. το ουδ. ως ουσ. το αβγάτο είδος φαγητού με βάση τα αβγά …   Dictionary of Greek

  • βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά …   Dictionary of Greek

  • βαρβατιά — η [βαρβάτος] η βαρβατίλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»